Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η ευκοιλιότητα

См. также в других словарях:

  • ευκοιλιότητα — η (Μ εὐκοιλιότης) [ευκοίλιος] η ιδιότητα τού ευκοίλιου νεοελλ. ιατρ. ανωμαλία τών εντερικών λειτουργιών που χαρακτηρίζεται από συχνές και υδαρείς κενώσεις, η διάρροια, η εντερόρροια …   Dictionary of Greek

  • ευκοιλιότητα — η ανωμαλία λειτουργίας των εντέρων, που συνοδεύεται από συχνές εύκολες κενώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐκοιλιότητα — εὐκοιλιότης easing the bowels fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδένωμα — Καλοήθης όγκος ενός αδένα που εμφανίζεται σε διάφορα αδενοφόρα όργανα (μαστοί, στομάχι, νεφρά, θυρεοειδής κλπ.). Ανάλογα με το μέρος όπου εμφανίζεται, παίρνει και την ονομασία του, όπως π.χ. προστατικό α., μαστικό α. κλπ. Τo α. πιέζει τους… …   Dictionary of Greek

  • ευκοίλιος — α, ο (ΑΜ εὐκοίλιος, ον) αυτός που διευκολύνει την κένωση τής κοιλιάς, ο ενεργητικός, ο εκκενωτικός, ο υπακτικός (α. «ευκοίλια φάρμακα» β. «τι δυσκοίλιον ἤ εὐκοίλιον», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει την κοιλιά εύκολη στις κενώσεις, ο εύκολος… …   Dictionary of Greek

  • υγραίνω — ὑγραίνω ΝΜΑ, και ογραίνω Ν [υγρός] 1. καθιστώ κάτι υγρό, νοτίζω 2. διαβρέχω, διαποτίζω νεοελλ. μσν. παθ. υγραίνομαι μτφ. αποχαυνώνομαι από διάθεση για ερωτικό σμίξιμο αρχ. 1. βουτώ κάτι μέσα σε ένα υγρό, τό βρέχω («πηγαῑσιν οὐχ ὑγραίνουσι πόδας» …   Dictionary of Greek

  • υγροκοίλιος — ον, Α αυτός που έχει υδαρείς κενώσεις, που έχει ευκοιλιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κοίλιος (< κοιλία), πρβλ. θερμο κοίλιος, μεγαλο κοίλιος] …   Dictionary of Greek

  • υπάγω — ὑπάγω, ΝΜΑ [άγω] μεταβαίνω, πηγαίνω («ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾱ!», ΚΔ) νεοελλ. 1. κατατάσσω, ταξινομώ, βάζω κάτι σε ορισμένη κατηγορία («το α υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα») 2. θέτω κάποιον ή κάτι υπό την δικαιοδοσία άλλου («η υπηρεσία υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • υπαγωγή — η / ὑπαγωγή, ΝΜΑ [ὑπάγω] η κατάταξη σε μία κατηγορία ή η θέση κάποιου υπό την δικαιοδοσία άλλου (α. «υπαγωγή τής υπηρεσίας στο υπουργείο Προεδρείας» β. «τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγήν», Απολλ. Δύσκ.) μσν. αρχ. (κατά τον Φώτ.) «ὑπαγωγή: ἡ ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • υπεκχώρησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑπεκχωρῶ] έκκριση, αποβολή με ευκοιλιότητα («ἡ κοιλίη ὁπόταν ὑπεκχώρησιν μὴ ποιέῃ τὴν μετρίαν», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • υπομαλάσσω — και αττ. τ. ὑπομαλάττω, ΜΑ [μαλάσσω] μσν. μτφ. αμβλύνω την τραχύτητα ή τον πόνο που προξενεί ένα πράγμα («ὑπομαλάττει τὸ τῆς τυραννίδος ἀτίθασον», Θεοφύλ. Σ.)·|| αρχ. 1. μαλάσσω ελαφρώς, κάπως («ὑπεμάλαττον [τὸ φύλλον] τοῑς δακτύλοις», Αρισταίν.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»